-
1 όψη
[-ις (-εως)] η1) взгляд; εκ πρώτης όψεως с первого взгляда; εξ όψεως с виду; на вид, по виду; κατ' όψιν по виду; 2) (внешний) вид; форма (вещи); облик, внешность, наружность (человека); γνωρίζω εξ όψεως знать в лицо;χάλασε η όψη — а) (вещь) испортилась, потеряла вид; — б) он изменился в лице;
3) сторона;προσθία όψη — фасад;
4) лицевая сторона (ткани); лицо (разг);§ έχω υπ' όψη — иметь в виду, не забывать;
δεν ξχω υπ' όψη — не знаю;
παίρνω υπ' όψη — или λαμβάνω υπ' όψιν — принимать во внимание, учитывать;
αυτό δεν παίρνεται υπ' όψη — это не принимается во внимание, не учитывается;
αν πάρουμε υπ' όψη — если учесть;
μην τα παίρνεις υπ' όψ' — не принимай всерьёз; — не обращай внимания;
εν
См. также в других словарях:
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
παραστατική γεωμετρία — Το σύνολο των γεωμετρικών μεθόδων για την παράσταση σχημάτων του χώρου στο επίπεδο. Η παράσταση είναι τέτοια, ώστε να επιτρέπει την αντίληψη του ίδιου του σχήματος και την (έμμεση) μελέτη των ιδιοτήτων του. Από τις μεθόδους της π.γ. θα αναφερθούν … Dictionary of Greek